αλισβερίζομαι

αλισβερίζομαι
και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι]
εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλισιβερίζομαι — αλισιβερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι …   Dictionary of Greek

  • αλισφερίζομαι — αλισφερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”